- μυριαντοπλάσιος
- μῡρῐ-αντοπλάσιος [πλᾰ], ον,A = μυριοπλάσιος, PMasp.151.257 (vi A. D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυριαντοπλάσιος — μυριαντοπλάσιος, ον (Α) μυριοπλάσιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυριάντα + κατάλ. πλά σιος] … Dictionary of Greek